ἐπινήιον

ἐπινήιον
ἐπινήϊον , ἐπινήιος
on board ship
masc/fem acc sg
ἐπινήϊον , ἐπινήιος
on board ship
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίνειο — το (AM ἐπίνειον Α και ιων. τ. ἐπινήιον) λιμάνι με το οποίο εξυπηρετούνται το εμπόριο και η συγκοινωνία μεγάλης πόλης που βρίσκεται στο εσωτερικό αρχ. 1. ναύσταθμος 2. λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νείος «αυτός που έχει σχέση με τα πλοία». Αττικός τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”